Όπως οι περισσότεροι γνωρίζουμε, τα τελευταία χρόνια προκλήθηκε μια σχετική διένεξη και διατάραξη των σχέσεων μεταξύ της Ελλάδος και της Γερμανίας, όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο αλλά και μεταξύ των πολιτών τους. Ο Λουκάς Μπαρτατίλας μας εξηγεί παρακάτω για το ρόλο και τις εμπειρίες εκείνων που ζουν και εργάζονται ανάμεσα στις δύο χώρες -και το πώς η αρχιτεκτονική μπορεί να συμβάλει σε αυτή τη συνθήκη.

Ένας απο τους βασικούς λόγους, κατά τη γνώμη μου, αυτής της διένεξης ήταν η λανθασμένη και προκλητική πολλές φορές προβολή μεγάλης μερίδας των media των δύο χωρών γύρω από αυτό που αποκαλείται ως „οικονομική κρίση“. Στερεότυπα γύρω από το ναζιστικό παρελθόν από την ελληνική πλευρά, υπεροπτική κριτική για τους „τεμπέληδες Έλληνες“ από την γερμανική, εμμονή στον τονισμό των πολιτισμικών διαφορών αλλά και σχετική απόρριψη της ιδέας της ενωμένης Ευρώπης βγήκαν στην επιφάνεια, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση, στο μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης, ενός τεράστιου χάσματος που είναι δύσκολο να καλυφθεί.

Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, όσοι για επαγγελματικούς ή προσωπικούς λόγους ζουν, εργάζονται, κυκλοφορούν μεταξύ των δύο χωρών και γνωρίζουν καλά τις δύο κουλτούρες, βρέθηκαν στη περίεργη θέση του να αποτελούν τους „πρεσβευτές“ της κάθε χώρας όταν βρίσκονταν στην „άλλη πλευρά“. Έτσι, για κάποιον από την Ελλάδα που ζει στην Γερμανία έγινε ρουτίνα το να εξηγεί, πολλές φορές, στο γερμανικό κύκλο του τον ελληνικό τρόπο σκέψης και το αντίστροφο όταν βρίσκονταν ανάμεσα στον ελληνικό του κύκλο. Το ίδιο φυσικά συνέβαινε και για πολλούς Γερμανούς που ζουν στην Ελλάδα.

Αν κάτι, ευτυχώς, έμεινε ανέπαφο από όλη αυτή την προστριβή, είναι η αμοιβαία γνώση και εκτίμηση για τον πολιτισμό των δύο χωρών, τουλάχιστον από τη μικρή κοινότητα όσων ασχολούνται με το επιστημονικό και επαγγελματικό πεδίο της τέχνης, της αρχιτεκτονικής, της φιλοσοφίας, της αρχαιολογίας, της εκπαίδευσης ή άλλων συναφών πολιτιστικών πεδίων.

Μεταξύ „πρεσβευειν“, κριτικής κι αιτιολόγησης
13_ Loukas BartatilasΠροσωπικά, τυχαίνει να ανήκω και στις δύο κατηγορίες. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Ελλάδα και ζω στη Γερμανία από το 2008, έχοντας κάνει ένα διάλειμμα επιστροφής στην Ελλάδα το 2014-2015. Σπούδασα αρχιτεκτονική στο Βόλο κι έκανα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές πάνω στην Public Art στο Πανεπιστήμιο Bauhaus της Βαϊμάρης, όπου και πραγματοποιώ σήμερα το διδακτορικό μου, ζώντας στο Βερολίνο.

Όπως γίνεται προφανές, ιδιαίτερα μεταξύ των χρόνων 2011-2012 στη Γερμανία και το 2015 στην Ελλάδα, βρέθηκα στη θεση που περιέγραψα προηγουμένως. Από τη μια, έπρεπε πολλές φορές να εξηγώ στο γερμανικό περιβάλλον τα όσα διαδραματίζονται στην Ελλάδα ή άλλες φορές να εισπράττω περιφρόνηση ή και υπεροψία. Από την άλλη, στην Ελλάδα, έπρεπε πάλι να εξηγώ τη γερμανική νοοτροπία, να δέχομαι παράπονα σαν να είμαι υπεύθυνος της κατάστασης και να εισπράττω επίσης κριτική για την απόφαση μου να ζω εκεί.

Έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί εδώ, πως όταν πρωτοέφτασα στη Γερμανία το 2008 το μόνο που άκουγα ήταν ο θαυμασμός για την αρχαία Ελλάδα, τον υπέροχο καιρό, τα όμορφα νησιά, το γευστικό φαγητό και τις ιδανικές καλοκαιρινές διακοπές, ενώ αντιστοιχα στην Ελλάδα άκουγα για την ευκαιρία που μου δίνονταν να ζήσω σε ένα κράτος με οργάνωση, θεσμούς που λειτουργούν, αξιοκρατία, επαγγελματικές ευκαιρίες και ποιότητα στην καθημερινή ζωή προσιτή σε όλους.

Μια θέση στο ενδιάμεσο
Σε όλη αυτή την μακρά περίοδο των «προστιβών», αν κάτι κρατούσα μέσα μου ήταν μια ρήση του Γκαίτε που είχα διαβάσει σε ένα κείμενο του Άρη Κωνσταντινίδη, του μεγαλύτερου ίσως έλληνα αρχιτέκτονα του 20ου αιώνα, με σπουδές στο Μόναχο κατά το Μεσοπόλεμο. Αυτό λοιπόν που έλεγε ο Γκαίτε κι ανέφερε ο Κωνσταντινίδης, ήταν πως „μαθαίνοντας κανείς μια ξένη γλώσσα, μαθαίνει καλύτερα και τη δική του“. Αντικαθιστώντας λοιπόν στο μυαλό μου τη λέξη γλώσσα με τη λέξη κουλτούρα είδα ότι το αποτέλεσμα ήταν πάλι το ίδιο. Όσο περισσότερο γνώριζα και καταλάβαινα την γερμανική κουλτούρα, τόσο περισσότερο, μέσα από τη σύγκριση, μάθαινα και καταλάβαινα εκ νέου την ελληνική νοοτροπία. Αυτή η στάση, δηλαδή η ανάπτυξη μιας διπλής κατανόησης των πραγμάτων, ανεξάρτητα από το αν συμφωνώ με την άλλη γνώμη ή όχι, θεωρούσα πως ήταν το μέσο ώστε να βρω τη δική μου θέση στις δύο κοινωνίες, ακόμα κι αν αυτή ήταν η άλλοτε άβολη κι άλλοτε αναπαυτική θέση του „ανάμεσα“. Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη της „ικανότητας“ του να μπορώ να αντιλαμβάνομαι και να κατανοώ διαφορετικές απόψεις ή κουλτούρες, όσο κι αν γινόταν πολλές φορές κουραστικό στην καθημερινή μου ζωή, είδα ότι προσέφερε ένα άυλο εργαλείο, απαραίτητο για κάθε έναν που υποστηρίζει μια μελλοντική, περισσότερο ενωμένη ζωή στην Ευρώπη που να βασίζεται στην αλληλοκατανόηση μεταξύ των διαφορετικών κατοίκων της.

Τη στιγμή που το πεδίο των „ελληνογερμανικών διαφορών“ και της Ευρώπης γινόταν μέρος της καθημερινότητας μου, άρχισα να ασχολούμαι με το να ψάχνω το ακριβές θέμα της διατριβής μου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα στρέφονταν γύρω από την ιστορία της αρχιτεκτονικής και το αστικό περιβάλλον χωρίς κάποιο γεωγραφικό ή εθνικό πρόσημο. Ταυτόχρονα, ενώ το ενδιαφέρον μου για την αρχιτεκτονική στην Ελλάδα ήταν μεγάλο, παρέμενε αυστηρά καθορισμένο στο πλαίσιο του τοπικού λόγου (discourse) , κυρίως γιατί η συζήτηση περί αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα κρατά έναν πολύ εσωστρεφές χαρακτήρα που σπάνια βγαίνει εκτός αυτού του, ισχυρού, τοπικού πλαισίου και σχετίζεται με τις διεθνείς συζητήσεις.

Καθώς οι δύο αυτες „τάσεις“ συνυπήρχαν μέσα μου, αν και σε απόσταση μεταξύ τους, υπήρξε καταλυτική η επαφή μου με το τμήμα Ιστορίας-Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής σχολής του Πανεπιστημίου Bauhaus στη Βαϊμάρη. Εκεί, είχε μόλις ιδρυθεί το Bauhaus Institute το οποίο ξεκινούσε την έρευνα, υπό την καθοδήγηση της καθηγήτριας Dr. Ines Weizman, γύρω από τη ζωή και το έργο „άγνωστων“ μαθητών του Bauhaus οι οποίοι μετανάστευσαν στη συνέχεια ανά τον κόσμο κι έφεραν σε επαφή τις ιδέες της σχολής με το κάθε τοπικό περιβάλλον που ήρθαν σε επαφή και δούλεψαν. Σε αυτό το πλαίσιο είδα πως εντάσσεται κι ο σχετικά άγνωστος στο ευρύ κοινό αλλά και στην Ελλάδα αρχιτέκτονας Ιωάννης Δεσποτόπουλος. Ήταν ο μόνος Έλληνας που φοίτησε στο Bauhaus για τρία εξάμηνα, (1922-1923), το έργο του οποίου και κατ’επέκταση της επίδρασης του Bauhaus στη μοντέρνα αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, αποφάσισα να ερευνήσω. Ήταν μια απόφαση εντός των ερευνητικών μου ενδιαφερόντων, που ένωνε αντί να διαχωρίζει γνώσεις, τάσεις και επιρροές από τις δύο χώρες και κουλτούρες παρουσιάζοντας με θετικό και δημιουργικό τρόπο τη διαδικασία της πολιτιστικής ανταλλαγής στην αρχιτεκτονική.

Ο αρχιτέκτονας Δεσποτόπουλος και τα πρώτα του χρόνια
Η περίπτωση του Δεσποτόπουλου μας δείχνει πώς η μοντέρνα αρχιτεκτονική, όπως αυτή εκφράστηκε στη γερμανόφωνη Ευρώπη μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, μαζί με τη σοσιαλιστική και ουμανιστική ιδεολογία της ίδιας εποχής ήρθαν σε επαφή και ανάμιξη με τις ιδέες γύρω από την κοινωνική οργάνωση του αστικού περιβάλλοντος των χωρών της ανατολικής Μεσογείου.

Ο Δεσποτόπουλος γεννήθηκε στη Σμύρνη, της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1903 και πέθανε στην Αθήνα το 1992. Η Σμύρνη ήταν μια σημαντική πόλη της Ανατολικής Μεσογείου με έντονα πολυπολιτισμικό και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα καθώς Έλληνες, Οθωμανοί, Αρμένιοι κι Εβραίοι συνυπήρχαν αρμονικά μεταξύ τους για χρόνια. Στο επόμενο διάστημα, καθώς βρισκόμαστε λίγο πριν το ξέσπασμα των Βαλκανικών πολέμων (1912), του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (1914) και την ταυτόχρονη ανάδυση των εθνικισμών, ξεκινούν οι προστριβές μεταξύ της ελληνικής και τουρκικής κοινότητας της πόλης κι η οικογένεια του Δεσποτοπουλου μετακομίζει στο γειτονικό νησί της Χίου. Οι προστριβές αυτές θα γενικευτούν στη συνέχεια και το 1922 θα οδηγήσουν σε αυτό που ονομάστηκε στην Ελλάδα ως «Μικρασιατική Καταστροφή»: το τέλος του ελληνισμού στα Μικρασιατικά παράλια μετά από αιώνες ως αποτελεσμα της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που ανάγκασε πάνω από 1.000.000 ελληνόφωνους ορθόδοξους και περίπου 650.000 τουρκόφωνους μουσουλμάνους να εγκαταλέιψουν τις κατοικίες τους και να μεταναστεύσουν στα εδάφη των νέων τους χωρών.

Την ίδια χρονιά με τη Μικρασιατική καταστροφή, ο Δεσποτόπουλος φθάνει στη Βαϊμάρη για καλλιτεχνικές σπουδές χωρίς να γνωρίζει, όπως αναφέρει ο ίδιος, τη σημασία της σχολής του Bauhaus. Μιας και το δίπλωμα του Bauhaus δεν αναγνωρίζονταν στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, πήγε στη συνέχεια στο Αννόβερο, όπου και τελειώσε τις σπουδές του στην εκεί αρχιτεκτονική σχολή το 1928. Τα επόμενα τρια χρόνια και μέχρι το 1931 όπου επέστρεψε στην Αθήνα έζησε στο Βερολίνο, όπου δούλεψε στο γραφείο του γνωστού αρχιτέκτονα Erich Mendelsohn. Παράλληλα, παρέμενε σε επαφή με φίλους του από το Bauhaus αλλά και τον ίδιο τον Γκρόπιους. Όπως έχει ο ίδιος αναφέρει, ο Γκρόπιους συναντούσε, καθε Δευτέρα στο γραφείο του φοιτητές από το Bauhaus που ζούσαν στο Βερολίνο για δείπνο και τσάι, μια τυπική δραστηριότητα της πνευματικής σκηνής της Γερμανίας του μεσοπολέμου.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συμμετέχει στο μεγάλο πρόγραμμα των «Σχολικών κτιρίων», το οποίο είχε μόλις ξεκινήσει και στόχευε στη δημιουργία 3.000 νέων σχολείων σε όλη την Ελληνική επικράτεια προκειμένου να καλύψει τις εκπαιδευτικές ανάγκες του αυξημένου πληθυσμού της χώρας, όπως αυτός είχε προκύψει από την Μικρασιατική καταστροφή. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα έμεινε στην ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής ως το πρόγραμμα μέσα από το οποίο η μοντέρνα αρχιτεκτονική «έφτασε» στην Ελλάδα, κυρίως από νεαρούς αρχιτέκτονες, όπως ο Δεσποτόπουλος, που είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα έπειτα από σπουδές στην Ευρώπη.

Την ίδια εποχή, πραγματοποιείται στην Αθήνα το 4ο συνέδριο μοντέρνας αρχιτεκτονικής, γνωστό ως CIAM. Αυτό αποτελεί την αφορμή ώστε η αφρόκρεμα της ευρωπαϊκής μοντέρνας αρχιτεκτονικής να επισκεφθεί την Ελλάδα, να δει από κοντά τα σχολικά κτίρια και να γνωρίσει τους νεαρούς έλληνες αρχιτέκτονες. Για το Δεσποτόπουλο, με ενεργό συμμετοχή στο συνέδριο, είναι μια ευκαιρία να συναντήσει ξανά φίλους και συμφοιτητές από τη Γερμανία. Ο Γκρόπιους λόγω των δυσμενών πολιτικών συνθηκών στη Γερμανία (καλοκαίρι 1933) ακυρώνει την τελευταία στιγμή το ταξίδι του.

Από την Αθήνα στη Σουηδία και πάλι στην Αθήνα και η επαφή με τη μεταπολεμική Γερμανία
Το 1943, εν μέσω της ναζιστικής κατοχής, εκλέγεται καθηγητής στο Πολυτεχνείο όμως το 1946 λόγω των σοσιαλιστικών του πεποιθήσεων και του Εμφυλίου πολέμου παύεται από τη θέση του και μεταναστεύει στη Σουηδία. Εκεί θα ζήσει έως το 1960 και θα εργαστεί, εκτός από το Πανεπιστήμιο, στη δημιουργία πολιτιστικών κέντρων ανά τη χώρα. Ταυτόχρονα, επισκέπτεται τη Γερμανία, καθώς από το 1956 γίνεται μέλος της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου και βρίσκεται σε επαφή με τη μεταπολεμική γερμανική αρχιτεκτονική σκηνή. Το 1967, λίγες μόλις μέρες πριν το ξεκίνημα της δικτατορίας στην Ελλάδα (1967-1974), ο Δεσποτόπουλος προσκαλεί και οργανώνει την επίσκεψη των μελών της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου στην Αθήνα.

Το 1959, έχοντας αποκτήσει εμπειρία από τη Σουηδία, κερδίζει το πρώτο βραβείο για το Πνευματικό Κέντρο Αθηνών. Με αυτή την αφορμή αλλά και λόγω της προσπάθειας επούλωσης του τραύματος του Εμφυλίου Πολέμου, ο Δεσποτόπουλος προσκαλείται το 1960 πίσω στην Αθήνα ξαναπαίρνοντας τη θέση του Καθηγητή. Το Πνευματικό Κέντρο, μια αρκετά προκλητική και μοντέρνα πρόταση για τα δεδομένα της εποχής δεν γίνεται δεκτό από την αρχιτεκτονική κοινότητα της Αθήνας και ο Δεσποτόπουλος απομονώνεται. Από την πρόταση χτίζεται μόνο το κτίριο του Ωδείου κι αυτό ημιτελές καθώς παραμένει ανολοκλήρωτο έως σήμερα. Το καλοκαίρι του 2017, το Ωδείο αποτέλεσε βασικό εκθεσιακό χώρο της Ντοκουμέντα και ήταν η πρώτη φορά, που αν και ανολοκλήρωτο, άνοιξε ολόκληρο για το κοινό.

Με βάση τα παραπάνω, βλέπουμε πως ο Δεσποτόπουλος ήταν μια ιδιαίτερη φιγούρα της ελληνικής κι ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα που μέχρι σήμερα παραμένει ανεξερεύνητη. Μέσα από τις συνεχείς μετακινήσεις του μεταξύ Ελλάδος, Σουηδίας και Γερμανίας και την επαφή του με τις ιδεολογικές ζυμώσεις του Μεσοπολέμου αλλά και τις καταστροφές που ακολούθησαν, αποτελεσε την εξαίρεση στην εσωστρεφή αρχιτεκτονική κοινότητα της Ελλάδας, καθώς ανοίχτηκε, ήρθε σε επαφή με τον ευρωαπϊκό χώρο και επικοινώνησε το έργο του και τις ιδέες του.

Σε μια περίοδο εκ νέου αμφισβήτησης της ιδέας της ενωμένης Ευρώπης, όπως σήμερα, η ανάδειξη, μέσα από την έρευνα, εκείνων των πρωταγωνιστών που προσπάθησαν μέσα σε πολύ πιο αντίξοες και δύσκολες συνθήκες από σήμερα να δημιουργήσουν κανάλια επικοινωνίας και ανταλλαγής εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Στο ιδιαίτερο σκέλος των ελληνογερμανικών σχέσεων, η ιστορία του αρχιτέκτονα Δεσποτόπουλου μπορεί επίσης να αποτελέσει ένα θετικό παράδειγμα της σχέσης των δύο χωρών μέσα από τον πολιτισμό και την αρχιτεκτονική ώστε αυτές να έρθουν κοντύτερα με δημιουργικό τρόπο, μια οπτική που δυστυχώς έλειψε τα προηγούμενα χρόνια.

Κείμενο και φωτογραφίες: Λουκάς Μπαρτατίλας, αρχιτέκτων, υποψήφιος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Bauhaus, http://www.loukasbartatilas.com

Zum Beitrag auf Deutsch.

Dieses Werk ist lizenziert unter einer Creative Commons Namensnennung – Nicht-kommerziell – Weitergabe unter gleichen Bedingungen 3.0 Deutschland Lizenz.

 

Hinterlasse einen Kommentar

Diese Seite verwendet Akismet, um Spam zu reduzieren. Erfahre, wie deine Kommentardaten verarbeitet werden..