Σπύρος Μοσκόβου
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με μια σύντομη ματιά στην δημοσιογραφική μου
καθημερινότητα. Η Ελληνική Σύνταξη της Deutsche Welle συνεργάζεται με
διάφορα ελληνικά ΜΜΕ, ανάμεσά τους και με έναν τηλεοπτικό σταθμό.
Συνδεόμαστε λοιπόν κάθε τόσο τα βράδια από τη Βόννη με το βραδινό δελτίο
ειδήσεων του συνεργαζόμενου καναλιού. Και προσπαθούμε να εξηγήσουμε και
σε ένα ελληνικό κοινό την πολιτική του Βερολίνου, να την τοποθετήσουμε στις
σωστές της διαστάσεις, πράγμα που σίγουρα δεν είναι ό, τι πιο εύκολο μετά το
ξέσπασμα της λεγόμενης ευρωκρίσης.
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός. Ήταν τον Μάρτιο του 2012. Τα τηλέφωνα
μεταξύ Αθήνας και Βόννης είχαν σπάσει. Στην ελληνική πρωτεύουσα είχε μόλις
ανακοινωθεί ένας μίνι κυβερνητικός ανασχηματισμός: ο υπουργός Ανάπτυξης
Μιχάλης Χρυσοχοΐδης είχε μετατεθεί στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
Στο τηλέφωνο ήταν οι συνάδελφοι από τον συνεργαζόμενο σταθμό. Μα, μόλις
πριν από λίγες μέρες, μας έλεγαν, ο Χρυσοχοΐδης είχε επικριθεί δημόσια από
τον Γερμανό ομόλογό του Φίλιπ Ρέσλερ για καθυστερήσεις στην υλοποίηση
διάφορων επενδύσεων. Όπερ έδει δείξαι λοιπόν: η καθαίρεση Χρυσοχοΐδη είχε
γίνει μετά από επιθυμία του Βερολίνου. Καλό θα ήταν, έλεγαν στο τηλέφωνο,
το ζωντανό σχόλιο του συναδέλφου από τη DW στο βραδινό δελτίο ειδήσεων
να θεμελιώνει τη μετάθεση Χρυσοχοΐδη ως «λογική συνέπεια» του
ξεσπάσματος Ρέσλερ. Αυτή ήταν η παράκληση του συνεργαζόμενου σταθμού.
Τελικά η σύνδεση του συναδέλφου από τη DW εκείνο το βράδυ θεμελίωνε μόνο
ένα πράγμα: το παράλογο παρόμοιων εικασιών. Η περίπτωση αυτή ωστόσο
είναι χαρακτηριστική για την όλο και πιο αρνητική εικόνα της Γερμανίας στα
ελληνικά ΜΜΕ και την ελληνική κοινή γνώμη, όσο διαρκεί η κρίση του χρέους.
Προτιμά κανείς να χρησιμοποιεί το στερεότυπο ενός Έλληνα Δαυίδ που
προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του απέναντι σε ένα Γερμανό Γολιάθ. Η εικόνα
μιας Γερμανίας που προσπαθεί να σώσει τον φίλο λαό των Ελλήνων την ώρα
που αυτός πνίγεται είναι στα αζήτητα. Η Ελλάδα βρίσκεται στα χέρια μιας
πρωτόγνωρης κρίσης. Σε μια τόσο δύσκολη περίσταση η αυταπάτη ενός αθώου,
που δέχεται απανωτά πλήγματα, έχει κάτι το παρηγορητικό. Δεν φέρνει ωστόσο
τη λύτρωση.
Η κρίση του χρέους κλόνισε το ελληνικό πολιτικό σύστημα, επειδή το
δημοσιονομικό αδιέξοδο είχε σαν συνέπεια και τη δική του ασφυξία. Σε τελική
ανάλυση την ευθύνη για τη σημερινή μιζέρια της Ελλάδας φέρουν οι
κυβερνήσεις της τελευταίας τριακονταετίας, του σοσιαλδημοκρατικού ΠΑΣΟΚ
και της συντηρητικής Νέας Δημοκρατίας. Γι αυτό λοιπόν και υποβάλλεται
συνεχώς η ιδέα ότι τελικά ο ένοχος βρίσκεται κάπου αλλού, για παράδειγμα στο
Βερολίνο. Μια μερίδα των ΜΜΕ, όπως σημειωτέον γίνεται και αλλού, συνεργεί
και ανακαλύπτει τον υπαίτιο για κάθε φάση της κατάρρευσης στο εξωτερικό.
Στην πραγματικότητα αυτή η «αντιγερμανική» παρερμηνεία της κρίσης δεν
βλάπτει τόσο το Βερολίνο, όσο εμάς τους ίδιους τους Έλληνες. Χωρίς μια
έντιμη ανάλυση της πραγματικότητας δεν θα μπορέσουμε να βγάλουμε το φίδι
από την τρύπα.
Στη Γερμανία αντίθετα δεν υπάρχει κάποια γενικευμένη ανθελληνική διάθεση.
Αυτή η ψύχραιμη διαπίστωση εκπλήσσει τους Έλληνες, με τους οποίους μιλάω
κάθε τόσο στην Αθήνα ή σε κάποιο από τα υπέροχα ελληνικά νησιά. Υπήρξε
πράγματι στη Γερμανία μια δημόσια συζήτηση με εξημμένα πνεύματα για το
πρόβλημα του ελληνικού χρέους το 2010, αλλά η συζήτηση αυτή διεξάγεται πια
εδώ και καιρό χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές
πρωτεύουσες ήταν τότε εντελώς απροετοίμαστες για την κρίση χρέους στη
νότια ευρωζώνη και τα είχαν κυριολεκτικά χάσει με την ένταση, με την οποία
εκδηλώθηκε. Την περίοδο εκείνη οι γερμανικές ελίτ διατύπωναν διαφορετικές
συνταγές για την υπέρβαση της κρίσης. Για τους μεν ο σκληρός πυρήνας της
ευρωζώνης υπό την ηγεσία της Γερμανίας έπρεπε να αντιμετωπίσει μόνος του
τις προκλήσεις του μέλλοντος, χωρίς δηλαδή το βάρος της νότιας
υπερχρεωμένης περιφέρειας. Για τους δε μόνο ολόκληρη η ευρωζώνη, από
κοινού δηλαδή «ενάρετοι» και «αμαρτωλοί», θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στη
δοκιμασία και έτσι να διασφαλίσει μακροπρόθεσμα και τη γερμανική ευημερία.
Όπως ξέρουμε σήμερα, επικράτησε τελικά η πολιτική διάσωσης ολόκληρης της
ευρωζώνης, κι αυτό παρά τις καθυστερήσεις στη λήψη των αποφάσεων και τα
δειλά μέτρα που υιοθετήθηκαν στην αρχή. Τότε ωστόσο, στην πρώτη φάση της
κρίσης του χρέους, τα γερμανικά ΜΜΕ, όπως σημειωτέον γίνεται και αλλού,
αντικατόπτριζαν τις διαφορετικές προσεγγίσεις των ελίτ της χώρας. Έτσι θα
έπρεπε να ερμηνεύσουμε την ανθελληνική εκστρατεία της εφημερίδας μεγάλης
κυκλοφορίας Bild ή του περιοδικού Focus για παράδειγμα, ως δημοσιογραφικό
σιγοντάρισμα μιας πολιτικής, που θα ήθελε να αποτινάξει τον πιο αδύναμο
ευρωπαϊκό νότο, αλλά δεν υιοθετήθηκε τελικά από το επίσημο Βερολίνο.
Δυστυχώς στην Ελλάδα η αποτυχία αυτών των πολιτικών προθέσεων δεν
προκάλεσε ιδιαίτερα ρίγη χαράς. Πολλοί Έλληνες εξακολουθούν ακόμα και
σήμερα να είναι προσβεβλημένοι από τους τίτλους της εφημερίδας Bild, όπως
«Πουλήστε λοιπόν τα νησιά σας» ή «Οι μπατίρηδες Έλληνες» ή «Άθλια
νοοτροπία κακοπληρωτών».
Είναι αλήθεια ότι η γερμανική φρίκη μπροστά στη δημοσιονομική κατάσταση
της Ελλάδας προκάλεσε εριστικές υπερβολές, που χρειάζονται ερμηνεία. Τα
όποια οικονομικά ή δημοσιονομικά προβλήματα της Ιρλανδίας ή της
Πορτογαλίας, αργότερα και της Ιταλίας ή της Ισπανίας, δεν συζητήθηκαν στη
Γερμανία με τόση θέρμη και πάθος όπως η ελληνική κατάρρευση. Σύμβολο
αυτής της μερικές φορές παράφορης πολεμικής έγινε το τεύχος του περιοδικού
Focus του Μονάχου, που στο εξώφυλλο έδειχνε την Αφροδίτη της Μήλου με
προτεταμένο δάχτυλο, ενώ δίπλα έγραφε «Απατεώνες στην ευρωπαϊκή
οικογένεια». Και όμως αυτό ακριβώς το χωρίς προηγούμενο εξώφυλλο και τα
σχετικά άρθρα που δημοσιεύονταν σ’ αυτό το τεύχος για την επί αιώνες
υποτίθεται συνεχιζόμενη παρακμή του ελληνικού έθνους μας προσφέρουν την
κλείδα για την ορθή ερμηνεία όλης αυτής της αγανάκτησης.
Εν αρχή ην η αγάπη, μια ιδιαίτερη γερμανική αγάπη, η πρωτοφανής
εξιδανίκευση της αρχαίας Ελλάδας. Μπορεί να έχει περάσει πολύς καιρός από
τότε, αλλά η αγάπη και η εξιδανίκευση δεν εκλείπουν, ακόμα και όταν δεν είναι
πια επίκαιρες, λαγοκοιμούνται στη συλλογική συνείδηση και περιμένουν τις
αφορμές για να ξυπνήσουν. Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα Γερμανοί λόγιοι
έκαναν μια μοιραία ανακάλυψη για την άνδρωση του γερμανικού έθνους: την
Ελλάδα ως λίκνο της δημοκρατίας και του πολιτισμού. Μελέτησαν έκτοτε τον
αρχαίο ελληνικό κόσμο και τα επιτεύγματά του με τον ζήλο που μόνο
πνευματικοί απόγονοι διαθέτουν. Από την «ευγενική απλότητα και το ήρεμο
μεγαλείο» που απέδιδε στους Έλληνες ο Γιόχαν-Γιόαχιμ Βίνκελμαν μέχρι τη
βιογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τον Γκούσταβ Ντρόιζεν, που
εξυμνούσε τους Πρώσους σαν σύγχρονους Μακεδόνες, οι Γερμανοί
διανοούμενοι ανακάλυψαν ή δημιούργησαν αναρίθμητα σημεία επαφής με τους
Έλληνες. Με άλλα λόγια οι Γερμανοί ένιωσαν ψυχική συγγένεια με τους
αρχαίους. Ακόμα και εν έτει 1935 η Ιρλανδή καθηγήτρια γερμανικής φιλολογίας
Ελάιζα Μάριαν Μπάτλερ διαπίστωνε την ελληνική εμμονή του γερμανικού
έθνους στο περίφημο βιβλίο της για την «Ελληνική τυραννία επί της
Γερμανίας». Η κουλτούρα της Ρώμης ανήκε στους Γάλλους, ο πολιτισμός της
Ελλάδας στους Γερμανούς.
Κι εμείς οι Νεοέλληνες διαπαιδαγωγηθήκαμε ανάλογα από τον ευρωπαϊκό και
κυρίως από τον γερμανικό φιλελληνισμό, γεγονός που προφανώς δεν βοηθούσε
πάντα την ψυχική υγιεινή μας. Σ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να διαβάσω ένα
απόσπασμα του Έλληνα κριτικού στοχαστή Νίκου Δήμου. Στο βιβλίο του με
τίτλο «Οι (Έλληνες) Γερμανοί φταίνε για όλα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα
στα γερμανικά, γράφει μεταξύ άλλων: «Το δυσθεώρητο πρότυπο μιας
εξιδανικευμένης αρχαιότητας μας έκανε από τη μια υπερήφανους – από την
άλλη όμως μας συνέθλιψε … Αυτή η ταύτιση μας έδωσε μια συναίσθηση
υπεροχής – αν και καταλαβαίναμε ότι αυτό το συναίσθημα δεν εναρμονιζόταν
με τη σημερινή μας θέση στον κόσμο … Έτσι αναπτύξαμε ταυτόχρονα ένα
σύμπλεγμα ανωτερότητας και ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας … Οι Γερμανοί
λόγιοι εναπόθεσαν στους ώμους μας ένα μεγάλο βάρος, που όπως ο αρχαίος
Άτλας είμαστε αναγκασμένοι να κουβαλάμε πάντα μαζί μας. Αν και στην ουσία
είμαστε μια νέα, καινούργια χώρα, που προσπαθεί να βρει τον δρόμο της και
μια νέα ταυτότητα. Κι αν διαβάσετε πάλι σε κάποια σφυγμομέτρηση ότι οι
Έλληνες θεωρούν τον εαυτό τους περιούσιο λαό (και γι αυτό παραπονούνται ότι
ο κόσμος δεν τους υπολογίζει αρκετά ή δεν τους στηρίζει), αν διαμαρτύρονται
κατά του κόσμου ολόκληρου, επειδή δεν τους δείχνει τον παραμικρό σεβασμό,
τότε να ξέρετε: Ο Βίνκελμαν (και οι Γερμανοί) φταίνε για όλα.» Αυτά ο Νίκος
Δήμου.
Υπ’ αυτές τις ιστορικές προϋποθέσεις η ανθελληνική πολεμική του 2010
αποκτά τη χροιά μιας απογοητευμένης αγάπης. Για να επανέλθουμε για μια
στιγμή στο εξώφυλλο του Focus, η Αφροδίτη της Μήλου ως σύμβολο της
αρχαιότητας και η αισχρή χειρονομία σηματοδοτούν ακριβώς το ύψος, από το
οποίο στα γερμανικά μάτια δεν μπορεί παρά να πέσει η Ελλάδα, η πεφιλημένη
Ελλάδα. Σημειωτέον, δεν ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία, κατά την οποία η
σημερινή Ελλάδα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην εξιδανικευμένη εικόνα
της. Ήδη τον 19ο αιώνα, την εποχή άνθησης του φιλελληνισμού και ίδρυσης του
νεοελληνικού κράτους, πριν και μετά την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς,
πολλοί τολμηροί νέοι από τη Δυτική Ευρώπη επισκέπτονταν τη φανταστική γη
της επαγγελίας. Και συναντούσαν εκεί μάλλον έναν πενόμενο και αμόρφωτο
πληθυσμό παρά τους ευγενείς απογόνους της αρχαιότητας. Την εποχή εκείνη ο
καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράιερ
υποστήριζε μελετώντας τη γλώσσα, τα έθιμα και τα τοπωνύμια ότι οι αρχαίοι
Έλληνες είχαν εκλείψει μάλλον οριστικά κατά τον μεσαίωνα και ότι οι
σημερινοί Έλληνες ήταν στην πραγματικότητα απόγονοι Αλβανών και Σλάβων
εποίκων. Ο Φαλμεράιερ έχασε τότε την έδρα του, επειδή ο οίκος των
Βίτελσμπαχ ετοιμαζόταν να αναλάβει τον νεοσύστατο θρόνο στην Ελλάδα. Οι
θέσεις του Φαλμεράιερ έχουν απορριφθεί πια από την ιστορική επιστήμη. Για
μια τελευταία φορά όμως αξιοποιήθηκαν από τους ναζί, προκειμένου να
νομιμοποιήσουν τη στυγερή κατοχή στην Ελλάδα. Ο Χίτλερ ήταν βαθύτατα
απογοητευμένος, επειδή αρχικά πίστευε ότι οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων
θα υποδέχονταν μετά βαΐων και κλάδων τις δυνάμεις της Βέρμαχτ. Επειδή κάτι
τέτοιο δεν συνέβη, η ναζιστική προπαγάνδα αναθέρμανε τη θεωρία του
παρηκμασμένου ελληνικού έθνους.
Η γερμανική κατοχή κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε την Ελλάδα στο
χείλος της καταστροφής. Οι Γερμανοί προχώρησαν σε σφαγές, άφησαν πίσω
τους τις υποδομές της χώρας εντελώς κατεστραμμένες και απέσπασαν από την
Τράπεζα της Ελλάδος ένα λεγόμενο «κατοχικό δάνειο». Το εντυπωσιακό είναι
ότι μετά τον πόλεμο στην Ελλάδα δεν βρήκαν πρόσφορο έδαφος οι όποιες
συστηματικές προκαταλήψεις σε βάρος της Γερμανίας. Το αντίθετο μάλιστα: οι
Έλληνες συγχώρησαν τους Γερμανούς εκπληκτικά γρήγορα. Το 1952
εγκαινιάστηκε στην Αθήνα το πρώτο Ινστιτούτο Γκαίτε στο εξωτερικό. Το 1956
ο πρώτος ομοσπονδιακός πρόεδρος της μεταπολεμικής Γερμανίας Τέοντορ Χόις
έκανε στην Ελλάδα το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό. Και αργότερα, κατά τη
διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα (1967-1974), η
Γερμανία συγκέντρωσε πόντους στη συνείδηση των Ελλήνων, επειδή το
Ινστιτούτο Γκαίτε στην Αθήνα πρόσφερε ένα καταφύγιο στη δημοκρατική
αντιπολίτευση και η Ελληνική Εκπομπή της Deutsche Welle αναδείχθηκε σε μια
από τις ελάχιστες πηγές ελεύθερης ενημέρωσης για τον ελληνικό λαό.
Τα τελευταία αυτά χρόνια της κρίσης χρέους ωστόσο το ζήτημα των
γερμανικών επανορθώσεων επανεμφανίσθηκε στην ελληνική δημοσιότητα σαν
ένα είδος εκδικητικής ανταπόδοσης. Πολλοί Έλληνες σκέπτονται απλά: πριν οι
Γερμανοί μας κηδεμονεύσουν δημοσιονομικά, ας μας ξεπληρώσουν πρώτα τα
παλιά τους χρέη. Δεν είμαι ειδικός στο Διεθνές Δίκαιο, αλλά υποθέτω ότι κατά
την μεταπολεμική περίοδο ούτε οι ελληνικές κυβερνήσεις πρόβαλαν με έμφαση
το αίτημά τους για επανορθώσεις στη Βόννη, αλλά ότι ούτε οι γερμανικές
κυβερνήσεις θα ικανοποιούσαν με ιδιαίτερο ζήλο τέτοιες αξιώσεις. Σ’ αυτό το
σημείο θυμάμαι τον πατέρα μου, που ως μέλος της Εθνικής Αντίστασης είχε
περάσει μερικά χρόνια επί γερμανικής κατοχής στο Λάντσεντορφ, παράρτημα
του Μαουτχάουζεν. Όταν γύρω στο 2000 του ανέφερα ότι ενδεχομένως είχε το
δικαίωμα κάποιας αποζημίωσης υπό τη μορφή σύνταξης, η αντίδρασή του ήταν
ξεκάθαρη: «Τότε είχαμε πόλεμο», μου είπε, «και είχαμε χάσει αυτόν τον
πόλεμο. Δεν θέλω να κερδίσω τίποτα απ’ αυτή την ιστορία.» Πιστεύω ότι η
στάση αυτή δεν αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας στη
σημερινή συγκυρία. Παρ’ όλα αυτά αξίζει σεβασμό.
Προσπάθησα να διαγράψω ενδεικτικά κάποιες μεταπτώσεις των
ελληνογερμανικών σχέσεων, να τονίσω τη διαπλοκή φαντασίας και
πραγματικότητας στην αμοιβαία πρόσληψη των δύο πλευρών, να θίξω επί τη
βάσει μερικών παραδειγμάτων μια πολυσύνθετη φιλία ανάμεσα σε δυο λαούς.
Και δεν ανέφερα καν τους αναρίθμητους Έλληνες που ζουν ή έζησαν στη
Γερμανία, ούτε και τους αναρίθμητους Γερμανούς που εδώ και δεκαετίες
περνούν τις διακοπές τους στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα η πληθώρα όλων
αυτών των σημείων επαφής ανάμεσα στους Έλληνες και τους Γερμανούς
πιστοποιεί μια βαθιά φιλία. Το να καλλιεργηθεί αυτή η φιλία ως κάτι πολύτιμο
είναι μεταξύ άλλων αποστολή των οργανώσεων νεολαίας από τις δύο χώρες.
Αγαπητοί Γερμανοί φίλοι, τονώστε τις επαφές σας με την Ελλάδα, διδαχθείτε
από την παμπάλαια ιστορία της και από την κουλτούρα της καθημερινότητάς
της σήμερα. Αγαπητοί Έλληνες φίλοι, καλλιεργήστε τις επαφές σας με τη
Γερμανία, διδαχθείτε από τη μοναδική κουλτούρα που διαθέτει στη
δημιουργικότητα και την ανανέωση.
Diese Werke sind lizenziert unter einer Creative Commons Namensnennung – Nicht-kommerziell – Weitergabe unter gleichen Bedingungen 3.0 Deutschland Lizenz. Picture: Jörg Wild